ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν
H αυξημένη χοληστερίνη, κοινώς
δυσλιπιδαιμία, στα παιδιά αποτελεί έναν υπαρκτό και μάλιστα σημαντικά αυξανόμενο
επιβαρυντικό παράγοντα της παιδικής ηλικίας, δεδομένης μάλιστα της παγκόσμιας επιδημίας
της παιδικής παχυσαρκίας.
Η δυσλιπιδαιμία είναι η παθολογία εκείνη κατά την οποία ανευρίσκονται στο αίμα του ασθενούς υψηλές συγκεντρώσεις λιπιδίων (χοληστερόλη και λιπαρά οξέα) ή/και λιποπρωτεϊνών. Τα επίπεδα των λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών του αίματος εν γένει καθορίζονται από το γονιδίωμα αλλά και από επίκτητες διαταραχές του μεταβολισμού όπως είναι η παχυραρκία, η μειωμένη φυσική δραστηριότητα και η κακή διατροφή εν γένει.
Έχουν περιγραφεί πολλά γενετικά σύνδρομα δυσλιπιδαιμίας. Τα πιο κοινά στον παιδιατρικό πληθυσμό είναι η Οικογενής Υπερχοληστερολαιμία (FH) και η Οικογενής Συνδυασμένη Υπερλιπιδαιμία (FCH).
H επίπτωση της Οικογενούς Υπερχοληστερολαιμίας είναι 1 στα 300-500 άτομα, κληρονομείται με τον αυτοσωμικό κυρίαρχο χαρακτήρα και χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές της Ολικής Χοληστερόλης (TC) και της Λιποπρωτεϊνης Χαμηλής Πυκνότητας (LDL), γνωστής και ως «κακής χοληστερίνης», ενώ ταυτόχρονα οι τιμές των τριγλυκεριδίων (TG) και Λιποπρωτεΐνης Υψηλής Πυκνότητας (HDL) ή αλλιώς «καλής χοληστερίνης» παραμένουν φυσιολογικές.
Οι μικροί ασθενείς με Οικογενή Υπερχοληστερολαιμία βρίσκονται σε κίνδυνο να αναπτύξουν καρδιαγγειακές νόσους σε νεαρή ηλικία, πριν από τα 50 έτη, ο οποίος κίνδυνος στους άντρες εμφανίζεται διπλάσσιος από ό,τι στις γυναίκες.
Το δυσάρεστο είναι πως στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως η FH παραμένει κατά βάση αδιάγνωστη και μοιραία αθεράπευτη. Μόλις στο 20% των ασθενών με FH έχει γίνει έγκαιρη διάγνωση και μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών λαμβάνει σωστά τη θεραπεία του, μιας και η νόσος στερείται υποκειμενικών ενοχλημάτων στην παιδική ηλικία και πολλοί γονείς συνηθίζουν να λένε: «Μα το παιδί μου είναι καλά.»
Δεν απαιτείται έλεγχος του γονιδιώματος για την τεκμηρίωση της. Η υποψία της νόσου τίθεται όταν οι τιμές της LDL είναι ≥160mg/dl ή όταν η non-HDL είναι ≥190mg/dl, τιμές που ουσιαστικά ξεπερνούν την 95η εκατοστιαία θέση στις καμπύλες αναφοράς. Η τεκμηρίωση της νόσου έρχεται αφού ελεγχθούν και οι πρώτου βαθμού συγγενείς και ανευρεθή έστω και ένας με πρώιμη αθηροσκλήρωση ή LDL>200mg/dl.
Πρόκειται για τη συνηθέστερη μορφή δυσλιπιδαιμίας στον παιδιατρικό πληθυσμό, με επίπτωση 1 στα 100 παιδιά. Κύριο εργαστηριακό εύρημα είναι οι αυξημένες τιμές των τριγλυκεριδίων σε συνδυασμό με φυσιολογικές ή αυξημένες τιμές LDL και χαμηλή HDL. Συχνά παρατηρείται σε παιδιά με παθολογικό βάρος (υπέρβαρα, παχύσαρκα), υπέρταση και ινσουλινοαντίσταση.
Η υποψία τίθεται από το ατομικό ιστορικό του παιδιού (βάρος, διατροφή, φυσική δραστηριότητα, σακχαρώδης διαβήτης) και η τελική διάγνωση προκύπτει από τα εργαστηριακά αποτελέσματα, έπειτα από ειδικές εξετάσεις.
Η αθηροσκλήρυνση των αγγείων είναι γνωστό πως ξεκινά από την παιδική ηλικία. Ως εκ τούτου κύριο μέλημα των παιδιάτρων αποτελεί η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση. Έχουν διαμορφωθεί λοιπόν ειδικά πρωτόκολλα για το screening του παιδιατρικού πληθυσμού ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου που συντρέχουν στο καθένα. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως σε ένα παιδί που από το οικογενειακό ιστορικό προκύπτει αθηρωματική νόσος ο έλεγχος πρέπει να ξεκινά από τα 2 έτη και σε περίπτωση που οι τιμές ανευρεθούν παθολογικές είτε ανησυχητικά αυξημένες (grey zone), να γίνει συμπληρωματικός έλεγχος με επιπλέον ειδικότερες εξετάσεις και τακτή παρακολούθηση.
Η πρώτης γραμμής θεραπεία είναι η αλλαγή στον τρόπο ζωής για όλα εκείνα τα παιδιά με δυσλιπιδαιμία. Η αλλαγή αυτή περιλαμβάνει τα εξής:
Πιο συγκεκριμένα ξεκινούμε πάντοτε από τον περιορισμό στην πρόσληψη των λεγόμενων «εξευγενισμένων υδατανθράκων», όπως το λευκό αλεύρι και ό,τι φτιάχνεται με αυτό, τα λευκά ζυμαρικά, το άσπρο ρύζι, τα σνακ ρυζιού και βέβαια πολλά από τα σνακ εκείνα που αρκετοί γονείς αγαπούν να δίνουν στα παιδιά τους, όπως μπισκότα, κρουασάν, donuts, πίτσες, βάφλες, κάποια επιδόρπια γιαουρτιού, γλυκά, χάμπουργκερ και hot dogs. Η υπέρεμετρη κατανάλωση των εξευγενισμένων υδατανθράκων συνηθέστερα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τριγλυκεριδίων.
Ο έλεγχος και περιορισμός των προσλαμβανόμενων θερμίδων γενικότερα είναι το επόμενο στάδιο, ιδιαιτέρως στα παχύσαρκα ή υπέρβαρα παιδιά. Στις περιπτώσεις αυτές συχνά συστήνεται και η παρέμβαση διατροφολόγου ειδικευμένου στα παιδιά.
Τέλος, στη φαρέτρα υπάρχει πάντα και η ειδική φαρμακετική αγωγή, ιδίως όταν η δυσλιπιδαιμία επιμένει και αφού έχουν προσμετρηθεί όλοι οι ενδεχόμενοι παράγοντες κινδύνου από το οικογενειακό και ατομικό ιστορικό. Ειδική φαρμακευτική αγωγή πριν την ηλικία των 9 ετών σπάνια χορηγείται, ενώ μετά τα 10 έτη γίνεται μεν αλλά υπό την καθοδήγηση και παρακολούθηση ειδικού και πάλι με φειδώ, αν και μόνο αν οι τιμές τις LDL είναι ≥250mg/dl ή των τριγλυκεριδίων ≥500mg/dl.
Η δυσλιπιδαιμία όπως έχει ήδη αναφερθεί αποτελεί αναμφίβολα έναν παράγοντα κινδύνου για το καρδιαγγειακό σύστημα. Σύμφωνα πάντα με τη βιβλιογραφία η έγκαιρη διόρθωση μιας δυσλιπιδαιμίας, είτε αυτή προκύπει από το ίδιο το γονιδίωμα, είτε από διατροφικά σφάλματα και παχυσαρκία, καθυστερεί τη δημιουργία αλλά και την εξέλιξη των αθηρωματικών βλαβών στα αγγεία. Δεδομένου λοιπόν ότι η παρουσία αθηρωμάτωσης ακόμα και στους νεαρούς ενήλικες, πόσο μάλλον από την παιδική ηλικία μειώνει σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης και αυξάνει την πιθανότητα για καρδιαγγειακά συμβάματα, όπως έμφραγμα και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, κατανοεί κανείς πως η άμεση παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας.
Κλείνοντας να τονίσουμε για άλλη μία φορά ότι οι σωστές διατροφικές συνήθειες που αποκτά το παιδί μας από τους πρώτους κιόλας μήνες ζωής μέχρι και την ηλικία των 2 ετών είναι το βασικό συστατικό για μια καλή υγεία και το αντίστροφο.
Δέσποινα Ξιούφη MD, MSc, cPhD
© 2021 Δέσποινα Δ. Ξιούφη MD, MSc, cPhD Παιδίατρος